⛔️ ΜΟΥΣΙΚΗ ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ ⛔️

Δημήτρης Βάγιας
vagias
Ο Δημήτρης Βάγιας γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό της Ηπείρου, στην Αρτοπούλα (πρώην Έλενζα ) της περιοχής Λάκκας  Σουλίου Ιωαννίνων, από αγροτοεργάτες γονείς το έτος 1947. Μεγάλωσε σ’ ένα καθαρά επαρχιακό περιβάλλον απ’ το οποίο επηρεάστηκε βαθύτατα. Έζησε σαν παιδί μέσα σε πολλές στερήσεις εκείνη την εποχή. Όμως ανατράφηκε από τους γονείς του με τους θρύλους της Σουλιώτικης ηρωικής παράδοσης από την οποία προσδιορίστηκε ο ψυχοπνευματικός του κόσμος. Ενός κόσμου που είναι πλημυρισμένος από Ελληνικότητα με κύρια έκφραση ζωής την λατρεία και το πάθος για το Δημοτικό τραγούδι, ιδιαίτερα για τα γνήσια και αυθεντικά Ηπειρώτικα δημοτικά τραγούδια των οποίων αναδείχθηκε ευλαβικός ερμηνευτής και ακαταπόνητος εργάτης της συλλογής και καταγραφής του απ’ όλα τα μέρη της Ηπείρου. Από μαθητής κιόλας του Δημοτικού σχολείου στο χωριό του, πήρε ο Δημήτρης Βάγιας του «δαυλό» του Δημοτικού Τραγουδιού στα χέρια του, τοποθετηθείς από το δάσκαλό του ως «αρχηγός» της σχολικής χορωδίας. Και από τότε με το «δαυλό» αυτό ανάβει τις «καθαρτήριες φωτιές» του δημοτικού τραγουδιού σ’ όλη την  Ήπειρο και την Ελλάδα. Σε ηλικία μόλις 13 ετών ο Δημήτρης Βάγιας μετανάστευσε στην Αθήνα όπως πολλοί χωριανοί του την εποχή εκείνη.  Εργάστηκε σε διάφορες δουλειές για να επιζήσει. Όταν υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία, ήρθε στην Αθήνα και ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο. Το 1971 παντρεύεται. Την χρονιά αυτή, σε ηλικία 24 ετών ανακηρύχθηκε στην Αθήνα σε «Α’ φωνή» από 12 μελή επιτροπή του τότε Ε.Ι.Ρ. (Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας)  και πέτυχε αυτό το διαγωνιστικό άθλο με τα Δημοτικά τραγούδια « Κατσαντώνης» και «Η Λένω Μπότσαρη».
Από τότε άρχισε και η πολύπλευρη συνεργασία του με όλους τους καταξιωμένους Ηπειρώτες και άλλους παραδοσιακούς τραγουδιστές και με όλους τους δεξιοτέχνες των λαϊκών οργάνων. Η πρώτη συμμετοχή σε  δίσκο ήταν στον «Ηπειρώτικο γάμο» του Τάσιου Χαλκιά ερμηνεύοντας τα 5 από τα 12 τραγούδια  του δίσκου. Επίσης συμμετέχει σε δίσκους του Σίμωνα Καρρά και της Δόμνας Σαμίου. Δούλεψε και εργάστηκε σε όλα τα μεγάλα και μικρά πανηγύρια σε όλη την Ήπειρο, σε συναυλίες σε όλη την Ελλάδα. Ο πρώτος προσωπικός του δίσκος έγινε το 1972 με τίτλο «Τα ωραία της Ηπείρου» . και τη δισκογραφική του προσφορά συνεχίζει με «Τα αυθεντικά της Ηπείρου», έχοντας ως ανυποχώρητη φιλοδοξία του την καταγραφή και διάσωση σε 20 μεγάλους δίσκους όλων εκείνων των Ηπειρώτικων δημοτικών τραγουδιών που κινδυνεύουν να λησμονηθούν και που λίγοι μόνον άνθρωποι τα κατέχουν αυτά ακόμα. Άλλοι δίσκοι με τίτλο «Ιστορικά Σουλιώτικα», «Τραγούδια της αγάπης», «Μουσικοί θησαυροί της Ηπείρου» κ.α. Από το 1978 ίδρυσε και διατήρησε στην Αθήνα κέντρο οικογενειακής διασκέδασης για τους λάτρεις του Δημοτικού τραγουδιού, με την ονομασία «Ηπειρώτικο Σαλόνι». Εκεί συνεργάστηκε με πόλους καταξιωμένους καλλιτέχνες όπως ο Σάββας Σιάτρας, ο Ηλίας Κόντης, ο Αλέκος Κώστας, ο Γιώργος Κούρτης και πολλούς άλλους. Όλη τη χειμερινή περίοδο πραγματοποιούνται στο κέντρο αυτό οι «ετήσιοι χοροί» Αδελφοτήτων και Πολιτιστικών και Πνευματικών συλλόγων  καθώς επίσης και εκδηλώσεις χαράς όπως γάμοι, αρραβώνες και βαφτίσια. Είχε πάμπολλες παρουσίες στο ραδιόφωνο και συμμετοχές στην τηλεόραση.
Πραγματοποίησε ταξίδια σε Αμερική, Ν. Αφρική, σε χώρες της Ευρώπης μεταφέροντας ζωντανό τον «ήχο» του Δημοτικού Τραγουδιού με την ίδια του τη φωνή. Για το έργο του και την τεράστια προσφορά του στη διάσωση, διατήρηση και διάδοση της Ελληνικής Παράδοσης απονεμήθηκαν πολλά και διάφορα τιμητικά βραβεία και έπαινοι όπως από το Δήμο Ιωαννιτών, Ομοσπονδία Λάκκας Σουλίου, Ομοσπονδία Μουργκάνας, Ομοσπονδία Πωγωνίου, Σύλλογο Ηπειρωτών Στουτγάρδης, Σύλλογο Ηπειρωτών Βελγίου, Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία Ελλάδας και από πολλές άλλες Αδελφότητες και Σωματεία. Σε όλους τους συναδέλφους του και σε όλους τους οργανοπαίχτες των συγκροτημάτων της παραδοσιακής μουσικής απεύθυνε πάντα ο Δημήτρης Βάγιας με πολλή διακριτικότητα, συμβουλές για να μην παρασύρονται σε καμία νόθευση και αλλοίωση του Δημοτικού τραγουδιού, τάχα για λόγους «εμπορικούς». Δε δέχτηκε ποτέ συμβιβασμό με όσους διαπράττουν την αθλιότητα της «εμπορευματοποίησης» της μουσικής παράδοσης πάνω σε δημοτικοφανείς «σκοπούς» και στίχους.
Στις 9 Ιανουαρίου του 1994, ύστερα από το τέλος μιας εκδήλωσης στο μαγαζί του, επιστρέφοντας στο σπίτι του, συνέβη ένα σοβαρό αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Από τότε και για δυόμιση χρόνια η κρυστάλλινη και μελωδική φωνή του δεν ξανακούστηκε.   Τελικά στις 10 Σεπτεμβρίου του 1996 πέθανε στην Αθήνα. Κηδεύτικε στην ιδιαίτερή του πατρίδα την Αρτοπούλα. Πλήθος κόσμου, συγγενείς, χωριανοί, φίλοι, γνωστοί, συνάδελφοι, θαυμαστές, από τον πιο απλό άνθρωπο μάχρι τον πιο επίσημο παρευρέθηκαν στο τελευταίο αντίο.