Ανέβηκε στις 25 Μαΐ 2011
Ένα υπέροχο Ηπειρώτικο πολυφωνικό
τραγούδι από το χωριό "Πογδόριανη" (σήμερα Παρακάλαμος), το οποίο
περιλαμβάνεται στον δίσκο: "Καταγραφές τραγουδιών στον Παρακάλαμο" στο
δέυτερο CD. Τα CD συνοδεύουν και ένα βιβλίο με μια πληθώρα πληροφοριών.
Το συγκεκριμένο τραγούδι ερμηνεύεται από τους Αλέξανδρο Τσιάνο και
Χρήστο Γκόγκο. Αν και λειτουργικά είναι προφανές ότι η τεχνική του
"ντουέτου" βοηθά στην διαδικασία του τραγουδιού, αυτη δεν
πολυαπαντιέται. Έτσι οι ειδικοί καταλήγουν στο συμπέρασμα πως είτε είναι
επίδραση ή κατάλοιπο από τα ομαδικού χαρακτήρα φωνητικά τραγούδια είτε
απηχεί στοιχεία και τεχνικές αρχέγονες, χαμένες στο βάθος του χρόνου.
Όπως και αν έχει η Πογδόριανη με αυτά τα CD μας χαρίζει ένα απίστευτο
δείγμα πολυφωνικής μουσικής.
Οι στίχοι του τραγουδιου:
Μάνα και γιος εμάλωνε για μια αρβανιτοπούλα.
- Μάνα, θε' να την πάρω εγώ την Αρβανιτοπούλα.
- Πάρτη, παιδί μ', κι ανήπαρτη κι από τ' εμένα φύγε.
Σαν πήγε και την έφερε, σαν ήλιος σαν φεγγάρι,
τσαπί και φτυάρι άρπαξε μάνα και θυγατέρα
και στο βουνό πηγαίνουνε και στο βουνό πηγαίνουν
να βρουν φίδια, να βρουν θεριά, οχιές με δυο κεφάλια.
Τα πήραν τα τηγάνισαν σ' αφόρεγο τηγάνι.
(- Έλα, νύφη μ', και άπλωσε και φάε από το ψάρι.
Αντράπηκε, ξεντράπηκε κι έφαγε από το ψάρι.
- Λίγο νεράκι, πεθερά, για σβήνω, για πεθαίνω.
- Για δεν μπορώ, νυφούλα μου, στη βρύση για να πάω.
- Λίγο νεράκι, ταίρι μου, για σβήνω, για πεθαίνω.
Χρυσό ποτήρι άρπαξε, στη βρ'υση εκεί πηγαίνει.
Όσο να πάει κι όσο να 'ρθει τη βρίσκει πεθαμένη.
- Φτιάξτε το μνήμα της φαρδύ, βαθύ για δυο νομάτους.
Χρυσό μαχαίρι άρπαξε και στην καρδιά το βάζει.
Τα πήραν και τα θάψανε πίσω απ' τον Άγιο Δήμο.
Στο 'να φυτρώνει κάλαμος και στ' άλλο κυπαρίσσι.
Διαβάτες που περνάγανε, διαβάτες που περνάνε,
για (ι)δέστε αυτό το αντρόγυνο το πολυαγαπημένο...)
Οι στίχοι του τραγουδιου:
Μάνα και γιος εμάλωνε για μια αρβανιτοπούλα.
- Μάνα, θε' να την πάρω εγώ την Αρβανιτοπούλα.
- Πάρτη, παιδί μ', κι ανήπαρτη κι από τ' εμένα φύγε.
Σαν πήγε και την έφερε, σαν ήλιος σαν φεγγάρι,
τσαπί και φτυάρι άρπαξε μάνα και θυγατέρα
και στο βουνό πηγαίνουνε και στο βουνό πηγαίνουν
να βρουν φίδια, να βρουν θεριά, οχιές με δυο κεφάλια.
Τα πήραν τα τηγάνισαν σ' αφόρεγο τηγάνι.
(- Έλα, νύφη μ', και άπλωσε και φάε από το ψάρι.
Αντράπηκε, ξεντράπηκε κι έφαγε από το ψάρι.
- Λίγο νεράκι, πεθερά, για σβήνω, για πεθαίνω.
- Για δεν μπορώ, νυφούλα μου, στη βρύση για να πάω.
- Λίγο νεράκι, ταίρι μου, για σβήνω, για πεθαίνω.
Χρυσό ποτήρι άρπαξε, στη βρ'υση εκεί πηγαίνει.
Όσο να πάει κι όσο να 'ρθει τη βρίσκει πεθαμένη.
- Φτιάξτε το μνήμα της φαρδύ, βαθύ για δυο νομάτους.
Χρυσό μαχαίρι άρπαξε και στην καρδιά το βάζει.
Τα πήραν και τα θάψανε πίσω απ' τον Άγιο Δήμο.
Στο 'να φυτρώνει κάλαμος και στ' άλλο κυπαρίσσι.
Διαβάτες που περνάγανε, διαβάτες που περνάνε,
για (ι)δέστε αυτό το αντρόγυνο το πολυαγαπημένο...)